Ωδή στον μετ-έχοντα (τα) της Ελληνικής παιδείας:
Όταν σε ξένη γή πορεύεται, πατώντας, μη Πάτριο χώμα,
που τόσο ποθεί, η Ελληνική ψυχή του.
Ο νούς του πίσω πάει.
Εκεί, μές στη στοά να τριγυρνά, αυτό τον γοητεύει, εκεί να αγορεύει,
Θέ με μεγίστους να τα πεί,
με Πυθαγόρα να βρεθεί, τον Θείο Αριστοτέλη.
Πλάτων, Σωκράτης, Σόλωνας, αυτή είναι παρέα.
Από κοντά Ηράκλειτος, πιο πέρα Αριστοφάνης.
Κι ο Σοφοκλής ο τραγωδός, εδώ είναι κι αυτός,
ακόμα κι ο Λουκιανός, αν κι είναι Σύριος αυτός, Έλλην φωνάζει είμαι!!
Να ‘κούει του Ησιόδου τόσα αυτός, για τους Θεούς και τις Θεές,
έρωτες, μίση, πανουργιές, Οδύσσειες ανατροπές, Προμήθειες τιμωρίες.
Με ημιθέους Διογενείς, Κρόνιους, εκατόγχειρες,
μα και καλούς, Τιτάνες.
Ο νούς του τέτοια να θωρεί κι ας πέφτει σε καιάδες.
Από παιδί σαν ήτανε αυτά τον γήτευαν, οι άθλοι των Θεών αυτών μα και των Ημιθέων.
Βαφτιστικός στο φως γίνηκε αυτός’ από τον Προμηθέα.
Ποιος τούτος εδώ αυτός, πλαστός του Επιμηθέα’?
Με των θεών τα Τέκνα αυτός, μαζί τους αλητεύει.
Του Έλληνα τούτος είναι υιός, έστω κι εξ αγχιστείας,
Και πάλι για το το Ίλιον, την Τροία να εκστρατεύει.
Πίσω να πάρει το Λενιώ ή ένα πουκάμισο αδειανό’ για μιάν Ελένη .
Γιατί κι αυτός στα ξένα εκεί, όπου, κι άν εγεννήθει.
Κάδμεια γράμματα όμως αυτός, Ελληνικά εδιδάχθει.
Γραμμάτων μούσα, Ελληνική, από αυτήν ετράφη.
Της Υμετέρας παίδευσης μετέχω, λέει και κλαίει.
Στο κλέος το αλλοτινό, ο νούς μου πάντα εκεί θωρεί,
πίσω για με πάει.
Τις Θερμοπύλες θέ να δεί, του Μαραθώνα κάμπο,
αχερουσία πρίν διαβεί στον άρχοντα τον χάρο.
Δυόβολα στους οφθαλμούς ορεί, βαρκάρη να πληρώσει.
Εκεί θα βρώ αναπαψιά στη Φθίας γής χορτάρι.
Μές το παχύ χορτάρι αυτό, που βουκεφάλες θρέφει.
Στη γή των ανυπτόποδων, Σελλούς θαρρώ τους λένε΄ χάμω κι δά, κοιμούνται αυτοί.
Αυτούς που έχουν για αρχηγό, Ανδρείο, Μέγα άνδρα,
Ακύλα, ή Αχιλλέα τον καλούν οι Μυρμιδόνες’ φοβεροί, πολεμιστές γενναίοι.
Πρώτοι στην μάχη πάν’ αυτοί μ’ ορμητικό Αχιλλέα,
ξοπίσω τους ακολουθούν γεννήματα της Ελληνίδας Γης’ και άλλα παλικάρια.
Δεν είναι από μάννα, αυτός ο νιός.
Άλλον, ετούτον σαν αυτόν, μάνα δεν ξαναγέννει.
Πέρα απ’ του Αία (άγιαξ) δύναμη, μόνος αυτός κατέχει.
Έχει του, σπέρμα Θεΐκό μα κι όπλα του Ηφαίστου.
Τους Μυρμιδόνες σαν καλεί μέσ’ της ορμής τη μάχη
ΦΘΙΑ φωνάζει και καλεί τους άνδρες να ιππεύσουν.
Μέσ’της Στυγός τα ύδατα η μάνα του τον βουτάει,
από την φτέρνα τον κρατεί, ήρωας μέγας να γεννεί.
Αυτό που η Μοίρα του η σκληρή’ αυτό του έχει ορίσει.
Στο Ίλιον σε μάχη να χαθεί, με τρόπο δόλιο σκοτεινό με χέρι οδηγημένο,
η σαϊτιά του Πάρι αυτή, στη φτέρνα να το πάρει.
Αυτό του έχει ορισθεί, ετούτου του γενναίου.
Του βουκεφάλα το παχνί, του ξακουστού τ’ ’αλόγου’
αυτού που έφτασε μακριά’ απ’ το Θιβέτ πιο πέρα,
στην γη του, είναι στημένο, σ’ αυτή τη γη τη ΦΘΙΑ.
Κι αν είμαι μπρούντζος τι μ’αυτό, ή χρύσεως (κίτρινος) αν ήμουν,
Για μαύρος σαν το κάρβουνο κι ωσάν πυράς, χαλκέα χύτρα.
Γιά άσπρος θε να ήμουνα, σαν το ίχωρ που ρέει,
από τις φλέβες των Θεών, στης μάνας μου το μαστάρι,
Πάλι θε νάμουν στην ψυχή, Έλλην κι από τους πρώτους.
Σαν τους τρανούς αυτούς, Θέους και Ημιθέους…..
Του Δευκαλίωνα εγγονός εγώ, μαζί μου κι άλλοι μύριοι, τόσοι.
Είτε του Διονύσου τέκνα υμείς, είτε του Ηρακλέα,
μα απ’ του Αλεξάνδρου τη μεριά και από κεί κρατούμε
Στου Ηφαίστου το καμίνι, απάνω εγώ, θά ‘θελα πώς, να ήμουν.
Με τις χαλκιές τις κόρες, να μιλώ, τις θαυμαστές του δούλες.
Κι όπλα να σβήνουν μέσα μου, πώς θάθελα να είχα,
αρματωσιά φτιαχτή απ’ του Θεού το χέρι.
Σφυρήλατη ασπίδα να βαστώ, εφτάστρωτη που είναι,
Σάρισα στ’ άλλο χέρι μου.
Και στο θηκάρι νάχω εγώ, σπαθί κοντό’ Σπαρτιάτη,
Στη μάχη αμέσως να ριχτώ να μοιραστώ τη δόξα,
πρίν τηνε πιούν όλην αυτοί, οι πρόγονοι οι γενναίοι.
Από αυτούς βαστώ κι εγώ, του Ηρακλή παιδί και του Διόνυσου’ είμαι’
στην πρώτη εκστρατεία τους φεύγοντας, με αφήκαν.
Με ξαναβρήκαν πάλι όμως αυτά τα αδέρφια μου σαν ήρθαν’
απ’ τη Μακεδόνισα τη γή σαν εκστρατεύσαν πάλι,
Στους βάρβαρους εδώ αυτούς, αρχές να δώσουν ήρθαν.
Και τους γονιμοποίησαν με τον Ελληνικό τον τρόπο.
Πέρασαν χρόνοι και καιροί και βαρβαρίσαν πάλι………..
Θε νά άλλαζε τίποτ’ όλ’αυτά, που γνώσκω και τιμάω;
Ετούτα εδώ τα δώδεκα, τα ύψιστα σημάδια;
Εγώ το ορκίζομαι ποτές’ στη ζήση μου, ετούτα’ να ξεχνάω !!!
--Πάλι με χρόνια με καιρούς, θε νάρθει, η γνώση πάλι………. -GIOS-